- κληματῶδες
- κληματώδηςlike vine-shootsmasc/fem voc sgκληματώδηςlike vine-shootsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek